- χοραγείον
- τὸ, Α(δωρ. τ.) βλ. χορηγεῑον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χορηγείον — και δωρ. τ. χοραγεῑον, τὸ, Α 1. χώρος όπου ο χορηγός συγκέντρωνε τους χορευτές και τους ηθοποιούς για να διδαχθούν από τον χοροδιδάσκαλο τους ρόλους τους 2. (γενικά) σχολείο, διδασκαλείο 3. ταμείο, θησαυροφυλάκιο 4. στον πληθ. τά χορηγεῑα τα… … Dictionary of Greek